βουλιμίασις

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουλῑμίᾱσις Medium diacritics: βουλιμίασις Low diacritics: βουλιμίασις Capitals: ΒΟΥΛΙΜΙΑΣΙΣ
Transliteration A: boulimíasis Transliteration B: boulimiasis Transliteration C: voulimiasis Beta Code: boulimi/asis

English (LSJ)

-εως, ἡ, suffering from βουλιμία, Plu.2.695d.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ hambre feroz Plu.2.695d.

German (Pape)

[Seite 458] ἡ, das Heißhungerhaben, Plut. Symp. 6, 8, 6.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
atteinte de boulimie.
Étymologie: βουλιμιάω.

Russian (Dvoretsky)

βουλῑμίασις: εως ἡ Plut. = βουλιμία.

Greek (Liddell-Scott)

βουλῑμίᾱσις: -εως, ἡ, τὸ πάσχειν ὑπὸ βουλιμίας, Πλούτ. 2. 695D.

Greek Monolingual

βουλιμίασις, η (Α) βουλιμιώ
το να πάσχει κανείς από βουλιμία.