καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναι → sorrow is that which hinders motion
part. prés. épq. de βοάω.
see βοάω.
βοόων: эп. (= βοάων и βοῶν) part. praes. к βοάω.