βούτραγος
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, ox-goat, fabulous animal, Philostr.V A6.24.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ cabritoro ser fabuloso mitad toro, mitad macho cabrío, Philostr.VA 6.24.
German (Pape)
[Seite 460] ὁ, Stierbock, ein fabelhaftes Tier, Philostr. v. Apoll. 6, 24.
Greek (Liddell-Scott)
βούτρᾰγος: ὁ, βοῦς καὶ τράγος, μυθῶδες ζῷον, Φιλόστρ. 265· παρὰ Τζέτζ., βουτραγοταυράνθρωπος, ὁ, τέρας σύνθετον ἐκ βοός, αἰγός, ταύρου καὶ ἀνθρώπου.