βράγχη

From LSJ

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βράγχη Medium diacritics: βράγχη Low diacritics: βράγχη Capitals: ΒΡΑΓΧΗ
Transliteration A: bránchē Transliteration B: branchē Transliteration C: vragchi Beta Code: bra/gxh

English (LSJ)

ἡ, = βράγχος 1.2, Xenocr. 52.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
medic. inflamación de las vías respiratorias, ronquera Hp.Aph.3.22 (var.), Xenocr.25.

Greek (Liddell-Scott)

βράγχη: ἡ, = βράγχος, Ξενοκλ. 52.

Greek Monolingual

η
ασθένεια των χοίρων με αιμορραγικό οίδημα στον φάρυγγα και στις αμυγδαλές, υψηλό πυρετό, δύσπνοια και ανορεξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος, μτγν. τ. του βράγχος].