βραχυλογέω
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
English (LSJ)
to be brief in speech, Id.Rh.Al.1434b10, Plu.2.193d, Demetr.Eloc.242; ὧδε ἐβραχυλόγησε, introducing a quotation, Philostr.VA4.33. λόγημα, ατος, τό, pithy saying, Tz.H.5.317.
Spanish (DGE)
hablar brevemente, con concisión φύσει ἐβραχυλόγουν οἱ Λάκωνες Demetr.Eloc.242, en ret. βραχυλογεῖν βουλόμενον <δεῖ> ὅλον τὸ πρᾶγμα ἐν ἑνὶ ὀνόματι περιλαμβάνειν Anaximen.Rh.1434b12, ὑμᾶς βραχυλογοῦντας ἔπαυσαν Plu.2.193d
•resumir ὧδε ἐβραχυλόγησε Philostr.VA 4.33.
German (Pape)
[Seite 462] kurz reden, Arist. rhet. ad Alex. 23. 36; Plut.
French (Bailly abrégé)
βραχυλογῶ :
parler brièvement, dire en peu de mots.
Étymologie: βραχυλόγος.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰχῠλογέω: εἶμαι βραχυλόγος, ὀλίγα λέγω, Ἀριστ. Ρητ. Ἀλ. 23, 5· ῥημ. ἐπίθ. βραχυλογητέον αὐτόθι 36, 10: -Οὐσιαστ. –λόγημα, τό, Τζέτζ. Ἱστ. 5. 317.
Russian (Dvoretsky)
βρᾰχυλογέω: говорить кратко Arst., Plut.