βραχύπνοος

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρᾰχύπνοος Medium diacritics: βραχύπνοος Low diacritics: βραχύπνοος Capitals: ΒΡΑΧΥΠΝΟΟΣ
Transliteration A: brachýpnoos Transliteration B: brachypnoos Transliteration C: vrachypnoos Beta Code: braxu/pnoos

English (LSJ)

βραχύπνοον, contr. βραχύπνους, βραχύπνουν, short of breath, Hp.Epid.3.17.ιέ.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): -πνους Hp.Epid.6.2.4
cuya respiración es corta, que hace espiraciones breves Hp.Epid.3.17.3, l.c., Aret.SD 1.10.3, Gal.7.836, 17(1).755, 756.

German (Pape)

[Seite 462] kurzathmig, Hippocr.

Greek Monolingual

βραχύπνοος και βραχύπνους, ο (Α)
αυτός που παρουσιάζει βραχύπνοια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + -πνοος < πνοή < πνέω (πρβλ. αντίπνοος, άπνοος, βραδύπνοος κ.ά.)