βρεφουργώ

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source

Greek Monolingual

βρεφουργῶ (-έω) (AM)
1. γεννώ
2. βρεφουργοῦμαι
(για τον Ιησού Χριστό) γίνομαι βρέφος, γεννιέμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βρέφος + -ουργώ < -ουργός < έργον].