βότσε

From LSJ

ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενοςeither love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight

Source

Greek Monolingual

[ιταλ. voce = φωνή]
ως μουσικός όρος «μέτζα βότσε» (mezza voce)
τραγουδώντας ημιφώνως, δηλ. με υπόκωφο ήχο ή εκτελώντας με μισό ήχο.