βύζαγμα

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source

Greek Monolingual

και βύζασμα, το βυζαίνω
1. θηλασμός, γαλουχία των νεογνών
2. η απομύζηση, το ρούφηγμα
3. η οικονομική απομύζηση κάποιου προσώπου, το να του παίρνουν διαρκώς χρήματα.