γεγώς
From LSJ
φέρουσα κατακρύπτει ἐς τὸ ἀφραστότατόν οἱ ἐφαίνετο εἶναι → wherefore she bore it away and hid it where she thought it would be hardest to find
English (LSJ)
ῶσα, ώς, v. γίγνομαι.
Spanish (DGE)
v. γίγνομαι.
German (Pape)
[Seite 478] ῶσα, ώς, att. = γεγονώς, s. γίγνομαι.
French (Bailly abrégé)
ῶσα, ῶτες;
formes du part. pf. contracte de γίγνομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γεγώς -ῶσα -ώς ptc. perf. act., zie γίγνομαι.
Russian (Dvoretsky)
γεγώς: ῶσα, ώς part. pf. к γίγνομαι.
Greek (Liddell-Scott)
γεγώς: ῶσα, ώς, ἴδε ἐν λ. γίγνομαι.
Greek Monolingual
γεγώς, -ῶσα, -ώς (Α)
μτχ. παρακμ. του ρ. γίγνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνηρημένος τ. του γεγαώς, μτχ. του επικ. παρακμ. γέγαα του γίγνομαι].
Greek Monotonic
γεγώς: -ῶσα, -ώς, Αττ. αντί γεγαώς, γεγονώς, μτχ. παρακ. του γίγνομαι.