γελαστήριος

From LSJ

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source

Greek Monolingual

ο
τριγωνικός μυς του προσώπου ο οποίος συσπάται όταν γελάμε και τραβά τη γωνία του στόματος προς τα πίσω.