γελοιολογία

From LSJ

ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods

Source

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
lenguaje bromista, divertido τὴν τοῦ Σωτάδου μόνου γελοιολογίαν ἐζήλωσε Ath.Al.M.26.20B.

Greek Monolingual

γελοιολογία, η (Α)
φρασεολογία που προκαλεί γέλια.