εύψυχος
From LSJ
Greek Monolingual
(I)
-η, -ο (ΑΜ εὔψυχος, -ον)
γενναιόψυχος, ανδρείος, θαρραλέος, εύτολμος, αποφασιστικός, γενναιόκαρδος, λεοντόκαρδος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔψυχον
η ευψυχία, η γενναιοψυχία.
επίρρ...
εὐψύχως (ΑΜ, Μ και εὔψυχα)
με τόλμη, με θάρρος
αρχ.
με γενναιοψυχία, με γενναιοδωρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μικρόψυχος, ομόψυχος].
(II)
εὔψυχος, -ον (Α)
ευχάριστα ή ανεκτά ψυχρός, δροσερός, δροσιστικός, αναψυκτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ψύχος].