γενοτυφία

From LSJ

ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον → for five whole nights and days, culling the sacred excellence of joyous living | reaping the sacred bloom of good living for five full nights and as many days

Source

Greek Monolingual

η
αλαζονεία που δείχνει κάποιος για την αριστοκρατική καταγωγή της γενιάς του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γένος + τύφος «αλαζονεία, έπαρση». Η λ. μαρτυρείται από το 1829 στον Αδ. Κοραή].