γεόομαι
From LSJ
Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau
English (LSJ)
Pass., to become earth, D.S.3.40.
Spanish (DGE)
convertirse en tierra ἐγεώθη τοῦ κόλπου πᾶς ὁ τόπος D.S.3.40, τὸ δὲ διερευνᾶσθαι τὴν κόνιν ἀπὸ τῆς γεοθείσης σαρκός Gr.Nyss.Ep.Can.7, cf. Res.252.7
•fig. del alma endurecerse como la tierra κακυνομένης δὲ παχύνεται καὶ γεοῦται Synes.Insomn.6 (γαιο- cód.).
German (Pape)
[Seite 484] pass., zu Erde werden, D. Sic. 3, 40; K. S.
Greek (Liddell-Scott)
γεόομαι: παθ., γίνομαι γῆ, Διόδ. 3. 40.
Russian (Dvoretsky)
γεόομαι: заноситься землей, превращаться в сушу (ἐγεώθη τοῦ κόλπου πᾶς ὁ τόπος Diod.).