γιαίνω

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

1. θεραπεύω, γιατρεύω
2. είμαι υγιής, είμαι καλά
3. γίνομαι καλά, θεραπεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υγιαίνω, με αποβολή του αρκτικού άτονου φθόγγου -υ- (πρβλ. γεια < υγεια, γιαλός < αιγιαλός)].