δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
1. θεραπεύω, γιατρεύω2. είμαι υγιής, είμαι καλά3. γίνομαι καλά, θεραπεύομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < υγιαίνω, με αποβολή του αρκτικού άτονου φθόγγου -υ- (πρβλ. γεια < υγεια, γιαλός < αιγιαλός)].