Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κουρκούτι

From LSJ

Greek Monolingual

το και κουρκούτη, η
1. χυλός από αλεύρι και νερό
2. είδος πρόχειρου φαγητού, πολτός που αποτελείται από αλεύρι βρασμένο με νερό
3. φρ. «μού 'κανες το μυαλό κουρκούτι» — μέ παραζάλισες
4. παροιμ. α) «καμαρώνει το κουρκούτι και γυρεύει πρόβειο γάλα» — λέγεται γι' αυτούς που απαιτούν τιμή και υπόληψη, χωρίς να έχουν καμιά αξία
β) «κάηκε απ' το κουρκούτι και φυσάει και το γιαούρτι» — όποιος έχει μια κακή εμπειρία φυλάγεται και από ακίνδυνα πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. κουρκούτιν < κορκότον (άγνωστης ετυμολ.). Κατ' άλλους, από περσ. kukurt «θειάφι» λόγω της ομοιότητάς τους].