γιγαντοφόνος
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
Russian (Dvoretsky)
γῐγαντοφόνος: убивающий Гигантов (δόρυ Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
γῐγαντοφόνος: -ον, ὁ τοὺς Γίγαντας φονεύων, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1191.
Greek Monolingual
γιγαντοφόνος, -ον (Α)
αυτός που εξολοθρεύει τους Γίγαντες.