γκαράζ
From LSJ
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
Greek Monolingual
και γκαράζι, το
1. ειδικός χώρος για να σταθμεύουν αυτοκίνητα
2. εργαστήριο επισκευής και συντηρήσεως αυτοκινήτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. garage < garer «βάζω σε σταθμό, υποστεγάζω»].