γκαράζ

From LSJ

Greek Monolingual

και γκαράζι, το
1. ειδικός χώρος για να σταθμεύουν αυτοκίνητα
2. εργαστήριο επισκευής και συντηρήσεως αυτοκινήτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. garage < garer «βάζω σε σταθμό, υποστεγάζω»].