Φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Fear old age, for it never comes alone
και γκαράζι, το1. ειδικός χώρος για να σταθμεύουν αυτοκίνητα2. εργαστήριο επισκευής και συντηρήσεως αυτοκινήτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. garage < garer «βάζω σε σταθμό, υποστεγάζω»].