γλίδα

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583

Greek Monolingual

και λίγδα, η
1. κηλίδα από λίπος ή λιπαρή ουσία
2. ακαθαρσία, λέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λίγδα.