γλημώδης
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
English (LSJ)
ες, = γλαμυρός, Gal.19.91.
Spanish (DGE)
-ες acuoso glos. a γλαμυρός Gal.19.91.
Greek (Liddell-Scott)
γλημώδης: -ες, (εἶδος) = γλαμυρός, Γαλην. Λεξ. Ἱππ. σ. 452, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
γλημώδης, -ες (Α)
γλαμυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το γλημώδης (με εκτεταμένη βαθμίδα θέματος) αποτελεί παράλληλο τ. του γλᾰμ-υρός και σχηματίστηκε από συμφυρμό με το λημώδης «τσιμπλιάρης»].