γλυκοκοιτάζω

From LSJ

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source

Greek Monolingual

και -κυττάζω και -κοιτώ (-άω)
1. παρατηρώ κάποιον μ' ερωτικό πόθο, «κάνω γλυκά μάτια».
2. ατενίζω κάτι μ' ευχαρίστησηπότε γλυκοκοιτάζει ψηλά τ' αστέρια τ' ουρανού», Κρυστ.).