φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife
και -κυττάζω και -κοιτώ (-άω)1. παρατηρώ κάποιον μ' ερωτικό πόθο, «κάνω γλυκά μάτια».2. ατενίζω κάτι μ' ευχαρίστηση («πότε γλυκοκοιτάζει ψηλά τ' αστέρια τ' ουρανού», Κρυστ.).