γλωσσότμητος
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
γλωσσότμητον, with the tongue cut out, LXX Le.22.22.
Spanish (DGE)
-ον
que tiene la lengua cortada τυφλὸν ἢ συντετριμμένον ἢ γλωσσότμητον LXX Le.22.22, cf. Iust.Phil.Or.Gr.3.24.
Greek (Liddell-Scott)
γλωσσότμητος: -ον, ὁ τὴν γλῶσσαν ἀποτετμημένος, Ἑβδ. (Λευ. κβ΄, 22)· ὡσαύτως –τόμητος, Ἰουστῖν. Μ.
Greek Monolingual
γλωσσότμητος, -ον (ΑΜ)
εκείνος του οποίου έχουν κόψει τη γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + -τμητος < τέμνω.
German (Pape)
dem die Zunge abgeschnitten, LXX.