γλωττοδεψώ
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
γλωττοδεψώ (-έω) (Α)
γλωττοποιώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + -δεψώ < -δέψης < δέφω «μαλακώνω κάτι τρίβοντάς το»].