γναφιάς

From LSJ

αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιautomatically do the noble go to the feasts of the noble

Source

Greek Monolingual

γναφέας και γναφιάς, ο (AM γναφεύς, Α και κναφεύς) κνάφος
1. αυτός που κατεργάζεται δέρματα, ο βυρσοδέψης
2. αυτός που κατεργάζεται μαλλί
αρχ.
ονομασία ψαριού.