γογγυστικός
From LSJ
Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → Our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft.
English (LSJ)
γογγυστική, γογγυστικόν, inclined to murmur, in Adv. γογγυστικῶς Erot. s.v. τρύζειν, EM771.11.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 proclive a la murmuración γογγυστικῆς ὄντες φύσεως Gr.Naz.M.36.385B.
2 adv. -ῶς con murmuración φθέγγεσθαι Erot.83.20, cf. EM 771.11G.
German (Pape)
[Seite 500] zum Murren geneigt, unwillig, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
γογγυστικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων κλίσιν ἢ τάσιν πρὸς γογγυσμὸν ἢ «μουρμούρισμα», Ἐκκλ.― Ἐπίρρ. –κῶς Ἐτυμ. Μ. 771. 11
Greek Monolingual
γογγυστικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που έχει την τάση να γογγύζει.