γογγυστικός

From LSJ

Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → Our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft.

Τhucydides, 2.40.1
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γογγυστικός Medium diacritics: γογγυστικός Low diacritics: γογγυστικός Capitals: ΓΟΓΓΥΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: gongystikós Transliteration B: gongystikos Transliteration C: goggystikos Beta Code: goggustiko/s

English (LSJ)

γογγυστική, γογγυστικόν, inclined to murmur, in Adv. γογγυστικῶς Erot. s.v. τρύζειν, EM771.11.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 proclive a la murmuración γογγυστικῆς ὄντες φύσεως Gr.Naz.M.36.385B.
2 adv. -ῶς con murmuración φθέγγεσθαι Erot.83.20, cf. EM 771.11G.

German (Pape)

[Seite 500] zum Murren geneigt, unwillig, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

γογγυστικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων κλίσιν ἢ τάσιν πρὸς γογγυσμὸν ἢ «μουρμούρισμα», Ἐκκλ.― Ἐπίρρ. –κῶς Ἐτυμ. Μ. 771. 11

Greek Monolingual

γογγυστικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που έχει την τάση να γογγύζει.