γονάτιον

From LSJ

ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γονᾰτιον Medium diacritics: γονάτιον Low diacritics: γονάτιον Capitals: ΓΟΝΑΤΙΟΝ
Transliteration A: gonátion Transliteration B: gonation Transliteration C: gonation Beta Code: gona/tion

English (LSJ)

τό, Dim. of γόνυ, Heliod. ap. Orib. 48.66.3, Ruf. ap. eund.49.34.1, POxy.52.17 (iv A. D.).
2 hip-joint, groin, Luc.Asin.10, cf. Ph.2.479, Sch.Nic.Th.541, Ptol.Alm.8.1, etc.
II = γύης 1, Procl.ad Hes.Op.425, Et.Gud.
III knot or joint of a reed, Tz.H.7.741.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 dim. de γόνυ rodilla ὁ ἐπίδεσμος ἀναγέγραπται ἐπὶ παντὸς γονατίου παραρθρήματος Heliod. en Orib.48.66.3, cf. Ruf. en Orib.49.35.1, οὐλὴ γονατίῳ ἀριστερῷ PMich.Teb.241.41 (I d.C.), τοῦ δεξιοῦ γονατίου τραύματος POxy.52.17 (IV d.C.)
fig. en la constelación del arquero πρὸ τοῦ γονατίου τοῦ Τοξότου Ptol.Alm.8.1 (p.166).
2 ingle ἐπίστασαι παλαίειν καὶ ποιεῖν τὰ ἀπὸ γονατίου Luc.Asin.10, cf. Ph.2.479, Sch.Nic.Th.541.
3 agr. esteva del arado, Procl.ad Hes.Op.425, Et.Gud.325.12.

German (Pape)

[Seite 501] τό, dim. von γόνυ, u. nach Schol. Nic. Ther. 541 auch = βουβών; an beides ist zu denken in ποιεῖν τὰ ἀπὸ γονατίου, eigtl. ein Ausdruck der Ringschule, Luc. Asin. 10. – Ein Teil des Pfluges, E. G. 130, 34.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
jointure de la hanche, aine.
Étymologie: dim. de γόνυ.

Greek (Liddell-Scott)

γονάτιον: τό, ὑποκορ, τοῦ γόνυ, ἀλλ’ ὡς φαίνεται = ἡ τῶν μηρῶν συναρμογή, Λουκ. Ὄνῳ 10, πρβλ. Σχόλ. εἰς Νικ. Θ. 541, κτλ. ΙΙ. = γύης Ι, Πρόκλ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 425, Et. Gut. 130. 34. ΙΙΙ. κόμβος ἢ ἁρμὸς καλάμου, Τζέτζ. Ἱστ. 7. 741· οὕτω γονᾰτίς, ίδος, ἡ, Ἐπιφάν.

Russian (Dvoretsky)

γονάτιον: (ᾰ) τό коленце: ποιεῖν τὰ ἀπο γονατίου Luc. бороться в коленопреклоненном положении.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γονάτιον -ου, τό γόνυ
1. knietje.
2. heupgewricht.