γυμνοσκελής

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source

Greek Monolingual

-ές και γυμνόσκελος, -η, -ο
αυτός που έχει τα σκέλη του γυμνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γυμνοσκελής < γυμνός + -σκελής < σκέλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις, ενώ η λ. γυμνόσκελος < γυμνός + σκέλος μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].