γυναικόψυχος
From LSJ
English (LSJ)
γυναικόψυχον, of womanish soul, Procl.Par.Ptol. 228.
Spanish (DGE)
-ον que tiene alma femenina Procl.Par.Ptol.228.
German (Pape)
[Seite 511] mit weibischer Seele, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γῠναικόψῡχος: -ον, ἔχων ψυχὴν γυναικείαν ἢ γυναικώδη, Πρόκλ. παραφρ. Πτολ. σ. 228.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM γυναικόψυχος, -ον)
αυτός που έχει ψυχή γυναίκας, ο δειλός ή ο ευαίσθητος.