δίνα

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source

German (Pape)

[Seite 631] ἡ, ακ δίνη, Ath. VIII, 333 d.

Russian (Dvoretsky)

δίνα: (ῑ) ἡ дор. = δίνη.