δίπρυμνος

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίπρυμνος Medium diacritics: δίπρυμνος Low diacritics: δίπρυμνος Capitals: ΔΙΠΡΥΜΝΟΣ
Transliteration A: díprymnos Transliteration B: diprymnos Transliteration C: diprymnos Beta Code: di/prumnos

English (LSJ)

δίπρυμνον, δίπρῳρος.

Spanish (DGE)

-ον de doble popa ναῦς Callix.1 (p.162.13, 163.15).

German (Pape)

[Seite 641] ναῦς, ein Schiff mit zweifachem Hintertheil, Ath. V, 204 a, wie XI, 489 b.

Greek (Liddell-Scott)

δίπρυμνος: -ον, ἴδε τὸ ἑπόμ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α δίπρυμνος, -ον)
(για πλοίο) αυτός που έχει δύο πρύμνες, δηλ. πρύμνη όμοια σε σχήμα με την πλώρη.