δαιταλουργία
English (LSJ)
ἡ, cookery, Lyc.199.
Spanish (DGE)
(δαιτᾰλουργία) -ας, ἡ
arte culinaria σάρκας λεβητίζουσα δαιταλουργίᾳ Lyc.199, περὶ τὴν δαιταλουργίαν Tz.Ex.127.26L.
•fig. δ. ῥητορείας Eust.829.47.
German (Pape)
[Seite 516] ἡ, Kochkunst, Lycophr. 199.
Greek (Liddell-Scott)
δαιταλουργία: ἡ, μαγειρικὴ τέχνη, Λυκόφρ. 199.
Greek Monolingual
δαιταλουργία, η (Α)
η μαγειρική τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαιταλ- (βλ. δαιταλεύς, δαιταλώμαι) + -ουργία < -ουργος < έργον].