δακνίς

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δακνίς Medium diacritics: δακνίς Low diacritics: δακνίς Capitals: ΔΑΚΝΙΣ
Transliteration A: daknís Transliteration B: daknis Transliteration C: daknis Beta Code: dakni/s

English (LSJ)

ἡ, a bird, Hsch.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ orn. mordedor cierto pájaro, Hsch.

Greek Monolingual

(-ίδος), η (Α δακνίς) δάκνω
νεοελλ.
στρουθιόμορφο πτηνό της τροπικής Αμερικής της οικογένειας καιρεβίδες
αρχ.
ονομασία πτηνού.