δακτυλοδόχμη
From LSJ
ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers
English (LSJ)
ἡ, four fingers' breadth, = παλαιστή, Poll.2.157.
German (Pape)
[Seite 520] ἡ, die Breite von vier Querfingern, = παλαιστή, Poll. 2, 157.
Greek (Liddell-Scott)
δακτῠλοδόχμη: ἡ, πλάτος τεσσάρων δακτύλων, = παλαιστὴ Πολυδ. Β΄, 157.
Greek Monolingual
δακτυλοδόχμη, η (Α)
μέτρο πλάτους τεσσάρων δακτύλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος + δόχμη ή δοχμή «σπιθαμή, παλάμη»].