δαλέομαι
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
English (LSJ)
Dor. for δηλέομαι.
Spanish (DGE)
v. δηλέομαι.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
dor. c. δηλέομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δᾱλέομαι Dor. voor δηλέομαι.
Russian (Dvoretsky)
δᾱλέομαι: дор. Theocr. = δηλέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
δᾱλέομαι: Δωρ. ἀντὶ δηλέομαι.
Greek Monolingual
βλ. δηλέομαι.
Greek Monotonic
δᾱλέομαι: Δωρ. αντί δηλέομαι.