ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
3ᵉ pl. f. épq. de δαμάω.
see δάμνημι.
δᾰμόωσι: δαμόωνται, γʹ πληθ. Επικ. μέλ., Ενεργ. και Μέσ., του δαμάζω.
δαμόωσι: эп. 3 л. pl. fut. к δαμάζω.
δαμόωσι Hom. indic. fut. 3 plur. van δάμνημι.