δαφνηφάγος
From LSJ
Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber
English (LSJ)
[ᾰ], ον, bay-eating: hence, inspired, Lyc.6.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
que mastica o come laurel δαφνηφάγων ... ἐκ λαιμῶν de su boca que mastica laurel ref. a Casandra antes de profetizar conforme a los rituales mánticos, Lyc.6.
German (Pape)
[Seite 525] Lorbeer essend, λαιμοί Lycophr. 6, d. i. begeistert.
Greek (Liddell-Scott)
δαφνηφάγος: [ᾰ], -ον, ὁ φαγὼν ἢ τρώγων δάφνην, ἐντεῦθεν = ἔνθεος, Λυκόφρ. 6.
Greek Monolingual
δαφνηφάγος, -ον (Α)
αυτός που έφαγε φύλλα δάφνης, ο εμπνευσμένος από τον Απόλλωνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάφνη + -φαγος < φαγείν, απαρμφ. αόρ. β' του εσθίω (πρβλ. αρτοφάγος, ιχθυοφάγος, μοσχοφάγος)].