δαχτυλιά

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288

Greek Monolingual

η
1. το ίχνος ή το αποτύπωμα ακάθαρτου δακτύλου («μια δαχτυλιά στο τετράδιο»)
2. το δακτυλικό αποτύπωμα, το δακτυλόγραμμα
3. η ποσότητα πυκνόρρευστης ουσίας που μπορεί να συγκρατήσει ο δείκτης του χεριού («μια δαχτυλιά μέλι»)
4. ποσότητα υγρού μέσα σε ποτήρι ή σκεύος όσο το πάχος ενός δακτύλου («μια δαχτυλιά κρασί»).