δείλι

From LSJ

ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty

Source

Greek Monolingual

το (AM δείλη, η)
το απόγευμα, μετά το μεσημέρι και προτού σκοτεινιάσει
αρχ.
1. νωρίς το απόγευμα («ἤδη ἦν μέσον ἡμέρας, ἡνίκα δὲ δείλη ἐγένετο») ή αργά, προς το βράδυ («τῆς ἡμέρας ὅλης διῆλθον... ἀλλὰ δείλης ἀφίκοντο»)
2. φρ. α) «δείλη πρωΐη» — από 1 μ.μ. έως 3 μ.μ. περίπου
β) «δείλη ὀψίη» — από 3 μ.μ. έως 6 μ.μ. περίπου
γ) «πρὸ δείλης ἐᾠας» — νωρίς το πρωί
δ) «περὶ μεσημβρίαν δείλην» — γύρω στο μεσημέρι
ε) «ἕωθεν καὶ δείλης» — νωρίς το πρωί και αργά το απόγευμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παράλληλο τ. του δείελος, αντί του ορθότερου δειέλη. Ο νεοελλ. τ. δείλι, το < δείλη η, με αναλογική μεταβολή του γένους].