δεκάστεγος
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
δεκάστεγον, ten stories high, πύργος Str.15.3.7, Ath.Mech.11.8.
Spanish (DGE)
-ον
de diez pisos πύργος Str.15.3.7, Ps.Callisth.88.18, Ath.Mech.11.8.
German (Pape)
[Seite 542] πύργος, von zehn Stockwerken, Strab. XV p. 730.
Greek (Liddell-Scott)
δεκάστεγος: -ον, δέκα πατώματα ὑψηλός, πύργος Στράβ. 730.
Greek Monolingual
δεκάστεγος, -ον (Α)
αυτός που έχει δέκα στέγες ή δέκα ορόφους.