δεπαστραῖος
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
α, ον, in or of a cup, Lyc.489.
Spanish (DGE)
-α, -ον contenido en una copa ποτά Lyc.489.
German (Pape)
[Seite 548] ποτός, aus dem Becher, Lycophr. 489.
Greek (Liddell-Scott)
δεπαστραῖος: -α, -ον, ὁ ἐν ποτηρίῳ, ἢ εἰς ποτήριον ἀνήκων, Λυκόφρ. 489.
Greek Monolingual
δεπαστραῖος, -α, -ον (Α) δέπαστρον
όποιος ανήκει ή αναφέρεται στο δέπαστρο.