δερμοαντίδραση

From LSJ

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source

Greek Monolingual

η
φλεγμονώδης αντίδραση στο δέρμα αλλεργικού ατόμου όταν τοποθετηθούν σε αυτό σταγόνες μικροβιακής τοξίνης.