δερτά
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
δερτά, τα (Α)
θύματα, σφάγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλεκτικό τ. αντί του δαρτά].