δευτερίζω

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source

Greek Monolingual

1. κάνω κάτι για δεύτερη φορά, δευτερώνω
2. οργώνω, σκάβω το χωράφι για δεύτερη φορά.