δευτερίζω

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source

Greek Monolingual

1. κάνω κάτι για δεύτερη φορά, δευτερώνω
2. οργώνω, σκάβω το χωράφι για δεύτερη φορά.