δευτερώνω

From LSJ

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333

Greek Monolingual

(AM δευτερῶ, -όω)
1. κάνω κάτι δεύτερη φορά, επαναλαμβάνω
2. γίνομαι δεύτερη φορά, επαναλαμβάνομαι («θα δευτερώσει το κακό», «τοῦ δευτερῶσαι τὸ ἐνύπνιον φαραὼ δίς»)
νεοελλ.
1. οργώνω δεύτερη φορά, δευτερίζω
2. αφήνω τον αντίπαλο δεύτερο, τον ξεπερνώ («... η Νιόβη που δεν τή δευτερώνει θεά στην περηφάνια»)
3. (για λόγο) ξαναλέω, επαναλαμβάνω
μσν.
φρ. «δευτερώνω ἄνδρα» — ξαναπαντρεύομαι
αρχ.
1. καταφέρω δεύτερο χτύπημα σε κάποιον
2. φονεύω
3. αλλάζω πορεία.