πρωταγωνιστής
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
English (LSJ)
πρωταγωνιστοῦ, ὁ, on the stage, one who plays the first part, protagonist, chief actor, ib.816f; π. τοῦ δράματος Luc.Cal.7: metaph., [ὁ Αἰσχύλος] τὸν λόγον π. παρεσκεύασεν Arist. Po.1449a18: generally, leader, πρωταγωνιστὴς τῆς ὑπηρεσίας Clearch.25; τοῖς μαθηματικοῖς, of king Antiochus, Ps.-Diocl. ap. Paul.Aeg.1.100: expl. of πρόμαχος (fighter in the front line), EM612.51.
German (Pape)
[Seite 804] ὁ, der erste Kämpfer, bes. auf dem Theater, der Schauspieler, der die erste Rolle spielt; Arist. poet. 4; Luc. Alex. 12; τοῦ δράματος, Calumn. 7, übertr. vom Gericht u. der Volksversammlung, der erste Redner, auch der Sieger in den Wettkämpfen, übh. die Hauptperson; πρωτ. τῆς ὑπηρεσίας, Ath. VI, 257 b, der erste unter den Dienern.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui combat au premier rang ; acteur chargé du rôle principal.
Étymologie: πρῶτος, ἀγωνίζομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρωταγωνιστής -οῦ, ὁ [πρῶτος, ἀγωνιστής] protagonist, hoofdrolspeler.
Russian (Dvoretsky)
πρωτᾰγωνιστής: οῦ ὁ
1 главное действующее лицо (τοῦ δράματος Luc.);
2 главный элемент: τὸν λόγον πρωταγωνιστὴν παρεσκεύασεν Arst. главным элементом трагедии (Эсхил) сделал разговор.
Greek Monolingual
πρωταγωνιστής, ο, ΝΑ, θηλ. πρωταγωνίστρια Ν
ο ηθοποιός που υποδύεται το πρώτο, το κύριο πρόσωπο ενός θεατρικού έργου (α. «πρωταγωνίστρια τόσο της μικρής όσο και της μεγάλης οθόνης» β. «τὸν μὲν ἐν τραγωδίᾳ πρωταγωνιστήν», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. (κατ' επέκτ.) ηθοποιός που ερμηνεύει έναν από τους πρωτεύοντες ρόλους θεατρικού, κινηματογραφικού ή τηλεοπτικού έργου
2. μτφ. το πρόσωπο που θεωρείται σπουδαιότερο ενώ ταυτόχρονα αναπτύσσει μεγάλη ή τη μεγαλύτερη δραστηριότητα σε μια υπόθεση, πρωτεργάτης («υπήρξε πρωταγωνιστής τών συνομιλιών για την αποκατάσταση της ειρήνης στην περιοχή αυτή»)
αρχ.
1. το πρωτεύον πρόσωπο, ο αρχηγός
2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) στρατιώτης που μάχεται στην πρώτη γραμμή, πρόμαχος
3. μτφ. (για πράγμα) αυτός που αποτελεί το κυριότερο τμήμα ενός όλου («[ὁ Αἰσχύλος] τὸν λόγον πρωταγωνιστὴν παρεσκεύασεν»
[ο Αισχύλος] έκανε τον διάλογο κυριότερο μέρος του δράματος, Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + ἀγωνιστής. Ο νεοελλ. τ. του θηλ. πρωταγωνίστρια μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Ν. Κοντοπούλου].
Greek Monotonic
πρωτᾰγωνιστής: -οῦ, ὁ, αυτός που παίζει τον πρώτο ρόλο, πρώτος υποκριτής, Λατ. primarum partium actor, σε Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτᾰγωνιστής: -οῦ, ὁ, ἐπὶ σκηνῆς, ὁ παριστάνων τὸ κύριον πρόσωπον, ὁ πρῶτος ἠθοποιὸς θεάτρου, Λατιν. primarum partium actor, Πλούτ. 2. 816F· πρ. τοῦ δράματος Λουκ. π. Διαβολ. 7· μεταφορ., λέγεται ὅτι ὁ Αἰσχύλος κατέκτησε τὸν διάλογον πρωταγωνιστὴν (δηλ. νὰ εἶναι τὸ κύριον μέρος) τοῦ δράματος, Ἀριστ. Ποιητικ. 4. 16· πρ. τῆς ὑπηρεσίας Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 257Β, πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 612. 51. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 415.
Middle Liddell
πρωτ-ᾰγωνιστής, οῦ, ὁ,
one who plays the first part, the chief actor, Lat. primarum partium actor, Arist.
Translations
protagonist
Arabic: بَطَل, بَطَلَة; Armenian: հերոս; Belarusian: галоўны герой, галоўная гераі́ня; Bulgarian: главен герой, главна героиня; Catalan: protagonista; Chinese Mandarin: 主角, 主人公; Czech: protagonista; Danish: hovedperson; Dutch: protagonist; Esperanto: ĉefrolulo, ĉefpersono; Estonian: nutikas; Finnish: päähenkilö, sankari; French: protagoniste, héros, héroïne; Galician: protagonista; Georgian: მთავარი გმირი, მთავარი პერსონაჟი, მთავარი მოქმედი პირი, პროტაგონისტი; German: Protagonist, Protagonistin, Hauptfigur, Held; Greek: πρωταγωνιστής; Ancient Greek: πρωταγωνιστής; Hebrew: דְּמוּת רָאשִׁית, גיבור \ גִּבּוֹר; Hungarian: főszereplő, főhős; Ido: protagonisto; Indonesian: protagonis, tokoh utama, pemeran utama; Italian: protagonista; Japanese: 主人公; Korean: 주인공(主人公); Malay: protagonis, watak utama; Maori: kiritoa; Norwegian Bokmål: hovedperson, protagonist; Polish: protagonista, protagonistka, bohater, główny bohater; Portuguese: protagonista; Romanian: protagonist; Russian: главный герой, главная героиня, протагонист, протагонистка; Spanish: protagonista; Swedish: huvudperson, protagonist; Turkish: ana karakter, kahraman; Ukrainian: головний герой, головна герої́ня, протагоні́ст, протагоні́стка; Vietnamese: nam chính, nữ chính, nhân vật chính