δευτεροδιαλαλώ

From LSJ

σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν ἃ μὴ πρέπει → it's better to keep silence than to say what's not appropriate (Menander)

Source

Greek Monolingual

για δεύτερη φορά διαλαλώ, διακηρύττω.