δεχάμματος

From LSJ

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεχάμμᾰτος Medium diacritics: δεχάμματος Low diacritics: δεχάμματος Capitals: ΔΕΧΑΜΜΑΤΟΣ
Transliteration A: dechámmatos Transliteration B: dechammatos Transliteration C: dechammatos Beta Code: dexa/mmatos

English (LSJ)

δεχάμματον, (δέκα, ἅμμα) with ten meshes, X.Cyn.10.2.

Spanish (DGE)

-ον
que tiene diez nudos o mallas en las redes de caza, X.Cyn.10.2.

German (Pape)

[Seite 554] ἄρκυς, zehnmaschig, Xen. Cyn. 2, 5.

Russian (Dvoretsky)

δεχάμμᾰτος: с десятью петлями или очками (ἄρκυς Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

δεχάμματος: -ον, (ἅμμα) ὁ ἔχων δέκα θηλειάς, ἄρκυς Ξεν. Κυν. 2, 5.

Greek Monolingual

δεχάμματος, -ον (Α)
αυτός που έχει δέκα άμματα, θηλιές («δεχάμματος ἄρκυς», Ξενοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + άμμα (-ατος) ].