διάθρησις
From LSJ
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort
English (LSJ)
-εως, ἡ, perspicacity, ψυχῆς Eun.VSp.476B.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
minuciosidad, observación atenta τῆς ψυχῆς Eun.VS 476.
Greek (Liddell-Scott)
διάθρησις: -εως, ἡ, ἐξέτασις προσεκτική, Εὐνάπ. σ. 96.
Greek Monolingual
διάθρησις (-εως), η (Α) αθρώ
η διορατικότητα.