διάνηξις
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
-εως, ἡ, swimming through, Herm. ap. Stob.1.49.44.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
natación (τὸ γένος) ἑτέρας ὑγρασίας δεόμενον εἰς διάνηξιν de los peces Corp.Herm.Fr.23.23, πεῖρα τῆς διανήξεως Epiph.Const.Haer.59.3.2.
Greek (Liddell-Scott)
διάνηξις: ἡ, τὸ διὰ μέσου κολυμβᾶν, ἡ διακολύμβησις, Ἑρμ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 944.
German (Pape)
ἡ, das Durchschwimmen, Hermes Stob. ecl. 1.52.